ῥαβδονόμος

ῥαβδονόμος
ῥαβδονόμος
wielding a rod
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ραβδονόμος — ον, Α 1. αυτός που κρατά και κινεί ράβδο, ραβδοφόρος 2. (για τους Ρωμαίους) αυτός που κρατά δέσμη ράβδων με πέλεκυ στη μέση, ο ραβδούχος 3. (για άρχοντα) αυτός που φέρει ράβδο ως ένδειξη τής εξουσίας που έχει, όπως λ.χ. ήταν ο δικαστής ή ο κριτής …   Dictionary of Greek

  • Рабдоном — (ραβδονόμος) то же, что рабдух (ραβδοΰχος), буквально жезлоносец. Так назывались у греческих писателей римские ликторы; рабдухами же назывались, кроме того, судьи на состязаниях (= βραβευτής) …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ῥαβδονόμοι — ῥαβδονόμος wielding a rod masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραβδονομώ — έω, Α [ῥαβδονόμος] είμαι ραβδονόμος*, κρατώ ράβδο ως σημείο τής εξουσίας μου, είμαι λ.χ. κριτής αγώνα («μόνα δ εὔλεκτρος ἐν μέσῳ Κύπρις ῥαβδονόμει ξυνοῡσα», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”